- αἰνιγματῶδες
- αἰνιγματώδηςriddlingmasc/fem voc sgαἰνιγματώδηςriddlingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
FUNAMBULI — apud Vett. iam olim, inter mirantis popelli spectacula: quae, ut aliae exercitationes, licet ubiqueve locorum agerentur, praecipue tamen in Gymnasiis effici consuevêre. Eae vero sunt τὸ διὰ χοινίου ἀναῤῥιχᾶςθαι, τὸ ἀκροχειρίζεςθαι, τὸ… … Hofmann J. Lexicon universale
συμβολικός — ή, ό / συμβολικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύμβολο(ν)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύμβολο, αυτός που σημαίνει κάτι με σύμβολο ή παριστάνεται με σύμβολα (α. «συμβολική παράσταση» β. «συμβολικὴ ἀπόκρισις», Φίλ. γ. «συμβολικὸς τρόπος διδασκαλίας»,… … Dictionary of Greek